Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Παλιά καλοκαίρια, Λένα Παππά

Καρπίζουνε μέσα μου παλιά καλοκαίρια
ανάβουνε βλέμματα αλλοτινά
θρο΄ί' σματα αγγίσματα.

Τίποτα δε χάθηκε στ' αλήθεια, όλα είναι εδώ, όλα είναι εδώ.

Μια σπίθα μόνο ανάβει πυρκαγιές
στις θημωνιές της μνήμης
πυρκαγιές στις θημωνιές της μνήμης.

Κι αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί
η μνήμη τρέφει το παρόν
το παρελθόν μας δικαιώνοντας.
Γιατί ό,τι υπήρξε μια φορά
δε γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Το ηλιακό ρολόι, Γ. Βαρβέρης

Όταν ο κύριος Φογκ
ήθελε να δει τι ώρα είναι
έσκυβε από την πολυθρόνα
και κοίταζε το πρόσωπό του στο νερό:
όμορφος παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα
τρυφερός και αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα
λυπημένος και λυπημένος ακριβώς
του απαντούσε το νερό.
Μόνο τη νύχτα
η ώρα ήτανε πάντα
νύχτα.
Όταν μια νύχτα ολόκληρη
σου δίνεται
δεν τη ρωτάς ποτέ
τι ώρα είναι.
Όταν μια νύχτα ολόκληρη
σου δίνεταιεν τη ρωτάς ποτέ
(από τη συλλογή Ο κύριος Φογκ)

Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

Τι είπε η μουσική για τον κύριο Φογκ, Γ. Βαρβέρης

-Χρόνια τον εξευμένιζα με φλοίσβους
πάντοτε μ' απειλούσε με σιωπή.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

Σκι, Γιάννης Βαρβέρης

«Ακρίδα του ρίγους/ το αυτί μου μια πίστα/ η γλώσσα σου εξαίσιος σκιέρ/ πεταχτών ελιγμών απίθανων ψιθύρων/ με τινάζει στα σλάλομ τ’ ουρανού./ Μετά παίρνεις νωθρά το σουτιέν σου απ’ το πάτωμα/ κουμπώνεις τη μελαγχολία του κόσμου/ στον ήχο/ της κόπιτσας».

(από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου)

Οι γέροι, Γ. Βαρβέρης

«Κι επειδή κάποτε/ ξαπλώσαμε αγκαλιά/ κι ήταν αυτός ένας ύπνος ανήσυχος/ όπου οι ανάσες μας παίρναν η μια/ την άχνα της άλλης·/ κι επειδή έπινα την πνοή σου/ κι έφτιαχνα δικιά μου καινούργια πνοή/ να σου τη στείλω·/ κι επειδή καίγαν οι ανάσες μας έτσι/ για χρόνια/ πάνω στα πρόσωπά μας ασταμάτητα/ γίναμε ο ένας για τον άλλον/ σαν τη βροχή/ που όσο κι αν διώχνουν οι καθαριστήρες/ όλο πέφτει/ και σε τυφλώνει/ και δε σ’ αφήνει να δεις».
( από τη συλλογή Αναπήρων πολέμου)

«Ένα ποίημα έλεγε πως γνωρίζει ένα ποίημα που γνωρίζει τον Μήτσο», Γ. Βαρβέρης

«Λοιπόν γύριζε δήθεν άσκοπα του ποιήματός μου ο ήρωας, φοιτητής επί δικτατορίας ας υποθέσουμε, τότε αντιστασιακός οργανωμένος έστω, σαραντάρης σήμερα με φαλακρίτσα χτένιζε την Ομόνοια σε σαφάρι και δεν είχα τι να τονε κάνω. Όμως εκείνος ήτανε μέσα στο μυαλό μου κι ήξερε καλά όλους τους ήρωες ποιημάτων που με συγκινούν, γι’ αυτό –κι όχι μονάχα- το θυμήθηκε το πατριωτάκι του τον Μήτσο σαν τον είδε απέναντι στο σουβλατζίδικο, τον «Μήτσο τον επιλοχία», τον έρμο και σκοτεινό βασανιστή, ξέμπαρκο και που χάζευε πικρά στου Γ. Μ. το ποίημα· θυμήθηκε όμως και το ξύλο και τις μελανιές αλλά ιδίως το πως τον είχε ο Μήτσος, δαγκώνοντας τη γόπα του σαν μπράτσο, κοιτάξει τότε, καθώς έβγαινε από την Ασφάλεια Μπουμπουλίνας, μα κι ο δικός μου πως ότι τάχα δεν κατάλαβε, / όμως τώρα, ήταν το θάρρος του πρώην θύματος, ήταν το απάνω χέρι του δημοκράτη νικητή, θες το gay movement, θες κι οι ενοχές του Μήτσου που προεξόφλησε αστραπιαία, «Ρε συ, εσύ δεν είσαι ο Μήτσος;» φώναξε, μα εκείνος έκανε και δεν είδε και δεν άκουσε, χάθηκε βλάχος σκοτεινός κασκέτο ντροπιασμένο της στοάς μέσα σε υδρόγεια σύννεφα ντονέρ./ «Κρίμα που δεν μπορούμε να τα βρούμε ούτε στα ποιήματα», κατέβασε τα μάτια ο ήρωας μου· ταμείο και κόβοντας ένα ουρητήριο «Καυτή σάρκα» σινέ-Σταρ, έτοιμος πάλι για πολύ πιο προσγειωμένες περιπέτειες, «Άσε τους ποιητές, αναλογίστηκε, να πληρώνουνε πάντα τα σπασμένα».

3M by A.L.

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μεγάλο δάσος από κίτρινα δέντρα στο Κεφαλάρι ζούσαν τρεις γκόμενες, η Μαριάλεξ, η Μαριεύη και η Μαριγιάννα. Αποστολή είχαν να πίνουν καφέ κάθε μέρα και σε διαφορετικό τρέντι μαγαζί σε Κηφισιά, Πολιτεία, The Mall, Golden Hαll, Κολωνάκι, Γλυφάδα και Βουλιαγμένη. Μια μέρα αποφάσισαν να πάνε στην πλατεία Κολωνακίου να συναντήσουν τον Μαριστέλιο, τον Μαρικώστα και τον Μαριάγγελο. Ξεκίνησαν χαρούμενες μες στο cabrio Audi της Μαριγιάννας που της είχε κάνει δώρο ο μπαμπάς της με τις τελευταίες μίζες της Siemens. Φτάνοντας στο κέντρο έψαξαν να βρουν θέση πάρκινγκ και η αναζήτηση αυτή έλαβε τέλος όταν βρήκαν μια θέση λουκούμι στην οδό Βαλτετσίου, κοντά στην πλατεία Κολωνακίου. Αμέριμνες κατέβηκαν τη Σόλωνος χαζεύοντας βιτρίνες και ανταλλάσσοντας σκέψεις βαθυστόχαστες για τα καινούρια στρινγκ που έβγαλε ο Γαβαλάς.....
Η Μαριάλεξ ήταν μια μελαχρινή αδυνατούλα που πάσχιζε να πείσει τον κόσμο ότι ήταν απόφοιτη του Μετσοβείου, του τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών παρακαλώ!! Δυστυχώς όμως οι τρέντουλες στα ΒΠ δεν μπορούν να καταλάβουν από μηχανική ρευστών και τετοιαύτα, οπότε ζούσε ένα δράμα. Ευτυχώς τα πανάκριβα Cavalli γυαλιά ηλίου έκρυβαν τους μαύρους κύκλους στα μάτια της Μαριαλέξιδος και έτσι το wannabe αγόρι της ο Μαριστέλιος δεν τα έβλεπε συχνά γιατί αλλιώς θα τα έβρισκε tres banal και αυτό ήθελε να αποφύγει η Μαριάλεξ. Για να τον παραπλανά λουζόταν με άρωμα Bulgari (2000 euro τα 100 ml) που είχε ετοιμάσει ο οίκος αποκλειστικά για εκείνη με εσάνς μωβ γαρύφαλλου και πορτοκαλί ορχιδέας που είχαν καλλιεργήσει κάποιοι ταλαίπωροι ιθαγενείς στα νησιά Γκαλαπάγκος (ποιος τους θυμάται άραγε αυτούς;;). Ο Μαριστέλιος μαστούρωνε από το άρωμα και έτσι έβρισκε τα μάτια της Μαριαλέξιδος πολύ γοητευτικά. Ακόμη πιο γοητευτικά έβρισκε τα ανύπαρκτα στήθη της τα οποία αρχικά θεωρούσε ότι ήταν τουλάχιστον σαν της Μόνικας (μία είναι η Μόνικα!) αλλά ήταν απλά το wonderbra που είχε κάνει το θαύμα του.
To be continued…!